- πτοιώδης
- πτοιώδης, ες, ([etym.] πτοία)A scared, shy, Hp.Epid.6.2.20, cf. Erot.; ὁρμαί, ἄγνοια, Stoic.3.166.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πτοιώδης — ῶδες, Α [πτοία] 1. (για πρόσ.) φοβισμένος, τρομαγμένος 2. (για ψυχική κατάσταση) αυτή που οφείλεται σε φόβο … Dictionary of Greek
πτοιώδη — πτοιώδης scared neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πτοιώδης scared masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πτοιώδης scared masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτοιώδεις — πτοιώδης scared masc/fem acc pl πτοιώδης scared masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτοιώδεσι — πτοιώδης scared masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)